desparpajo - ορισμός. Τι είναι το desparpajo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι desparpajo - ορισμός


desparpajo      
sust. masc. fam.
1) Suma facilidad y desembarazo en el hablar o en las acciones.
2) fam. América Central. Desorden, desbarajuste.
desparpajo      
desparpajo
1 m. Facilidad o falta de timidez para hablar o tratar con otras personas. Desembarazo, desenfado, *desenvoltura. Puede tener sentido peyorativo y significar frescura o *descaro. Rapidez y habilidad con que alguien hace las cosas o cierta cosa, o se maneja en las dificultades. Manejo, habilidad, soltura. Despachaderas, despacho, expediente, *recursos.
2 (Am. C.) *Desorden.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για desparpajo
1. Desparpajo, talento, inteligencia, sentido del juego colectivo.
2. Ambos presidentes manejan con desparpajo la legalidad.
3. Lanza con desparpajo e intenta algunos triples que parecen imposibles.
4. Su desparpajo ha conquistado ya a media plantilla.
5. En el desparpajo que ofreció el conjunto azulón contribuyó sin duda el Barcelona.
Τι είναι desparpajo - ορισμός